- εικοσιένας
- (θηλ. εικοσιμία και εικοσιμιά, ουδ. εικοσιένα) (Α εἰκοσιείς, εἰκοσιμία, εἰκοσιέν)1. (απόλ. αριθμητικό) είκοσι και ένας2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιένατο έτος κηρύξεως τής Επαναστάσεως για την απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Dictionary of Greek. 2013.